αροτρίωση
Смотреть что такое "αροτρίωση" в других словарях:
ζευγάρισμα — ο [ζευγαρίζω] η αροτρίωση με ζευγάρι βοδιών … Dictionary of Greek
ζούγωνερ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνες βόες ἐργάται» βόδια για όργωμα, για αροτρίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί τού αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν] … Dictionary of Greek