αροτρίωση

αροτρίωση
[-ις (-εως)] η см. άροσις

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αροτρίωση" в других словарях:

  • ζευγάρισμα — ο [ζευγαρίζω] η αροτρίωση με ζευγάρι βοδιών …   Dictionary of Greek

  • ζούγωνερ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνες βόες ἐργάται» βόδια για όργωμα, για αροτρίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί τού αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»